δυσκαταφρόνητος

δυσκαταφρόνητος
δυσκατα-φρόνητος, ον,
A not to be despised, ib.8.1.42 ([comp] Comp.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δυσκαταφρόνητος — δυσκαταφρόνητος, ον (Α) αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς εύκολα να καταφρονήσει, ο σημαντικός …   Dictionary of Greek

  • δυσκαταφρονητοτέρους — δυσκαταφρόνητος not to be despised masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”